θρήνομαι — και θρηνοῡμαι, έομαι βλ. θρηνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρηνούμαι, με αναβιβασμό του τόνου κατά ορισμένα συνώνυμα μη περισπώμενα, όπως το δέρνομαι (πρβλ. μούγκομαι μουγκούμαι)] … Dictionary of Greek
μουγκίζω — (Μ μουγκίζω) 1. (ενεργ και μέσ.) (για ζώα) μουγκρίζω 2. (γενικά) αφήνω παρατεταμένη υπόκωφη φωνή, βογγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικά σχηματισμένος ενεστ. από τον αόρ. τού μουγκοῦμαι (πρβλ. κλονίζω: κλονώ)] … Dictionary of Greek
μουγκαλιούμαι — μουγκαλιοῡμαι και μουκαλιοῡμαι και μουγκαλιέμαι και μουκαλιοῡμαι και μουκαλιέμαι (Μ) (για ζώο) μουγκρίζω, μυκώμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. προήλθε με συμφυρμό τών λ. μουγκαλίζω και μουγκοῦμαι, ενώ, κατ άλλη άποψη, πρόκειται για μεταπλασμένο τ. τού… … Dictionary of Greek
μουγκηματιά — μουγκηματιά, ἡ (Μ) 1. μυκηθμός, μουγκρητό 2. (γενικά) παρατεταμένη υπόκωφη φωνή ζώου. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μούγκημα, ατος (< μουγκοῦμαι) + κατάλ. ιά (πρβλ. καψιματ ιά, λαβωματ ιά)] … Dictionary of Greek
μουγκοφυσώ — παράγω βραχνό, υπόκωφο φύσημα («τα κλαδιά μουγκοφυσούν, σειούνται, σειούνται τα μαυράδια, όπου οι κλώνοι αντικτυπούν», Σολωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μουγκοῦμαι «βγάζω υπόκωφη φωνή» + φυσώ] … Dictionary of Greek
μούγκομαι — μουγκρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουγκοῦμαι με αναβιβασμό τού τόνου (πρβλ. θρήνομαι: θρηνούμαι)] … Dictionary of Greek