μουγκούμαι

μουγκούμαι
(Μ μουγκοῡμαι και μουγκιέμαι)
1. (για πρόσ.) φωνάζω δυνατά, βογγώ
2. (για ζώο) α) μουγκρίζω
β) αφήνω παρατεταμένη υπόκωφη φωνή
3. βγάζω άγριες κραυγές ή βογγητά
4. κάνω δυνατό θόρυβο, βουίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυκῶμαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θρήνομαι — και θρηνοῡμαι, έομαι βλ. θρηνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρηνούμαι, με αναβιβασμό του τόνου κατά ορισμένα συνώνυμα μη περισπώμενα, όπως το δέρνομαι (πρβλ. μούγκομαι μουγκούμαι)] …   Dictionary of Greek

  • μουγκίζω — (Μ μουγκίζω) 1. (ενεργ και μέσ.) (για ζώα) μουγκρίζω 2. (γενικά) αφήνω παρατεταμένη υπόκωφη φωνή, βογγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικά σχηματισμένος ενεστ. από τον αόρ. τού μουγκοῦμαι (πρβλ. κλονίζω: κλονώ)] …   Dictionary of Greek

  • μουγκαλιούμαι — μουγκαλιοῡμαι και μουκαλιοῡμαι και μουγκαλιέμαι και μουκαλιοῡμαι και μουκαλιέμαι (Μ) (για ζώο) μουγκρίζω, μυκώμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. προήλθε με συμφυρμό τών λ. μουγκαλίζω και μουγκοῦμαι, ενώ, κατ άλλη άποψη, πρόκειται για μεταπλασμένο τ. τού… …   Dictionary of Greek

  • μουγκηματιά — μουγκηματιά, ἡ (Μ) 1. μυκηθμός, μουγκρητό 2. (γενικά) παρατεταμένη υπόκωφη φωνή ζώου. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μούγκημα, ατος (< μουγκοῦμαι) + κατάλ. ιά (πρβλ. καψιματ ιά, λαβωματ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • μουγκοφυσώ — παράγω βραχνό, υπόκωφο φύσημα («τα κλαδιά μουγκοφυσούν, σειούνται, σειούνται τα μαυράδια, όπου οι κλώνοι αντικτυπούν», Σολωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μουγκοῦμαι «βγάζω υπόκωφη φωνή» + φυσώ] …   Dictionary of Greek

  • μούγκομαι — μουγκρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουγκοῦμαι με αναβιβασμό τού τόνου (πρβλ. θρήνομαι: θρηνούμαι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”